- ὑσπλαγίς
- ὑσπλᾱγίς, ίδος, ἡ, [dialect] Dor. forA
ὕσπληξ 3
, ἀπὸ μιᾶς ὑσπλαγίδος, i.e. starting all at once, with one consent, Ar.Lys.1000.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕσπληξ 3
, ἀπὸ μιᾶς ὑσπλαγίδος, i.e. starting all at once, with one consent, Ar.Lys.1000.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υσπλαγίς — ίδος, ἡ, Α (δωρ. τ.) ὕσπληγξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσπληξ, ηγος (πρβλ. δωρ. τ. ὕσπλαγξ) + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
ὑσπλαγίδος — ὑσπλαγίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)